Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλοστοργία
φιλόστοργος
φιλοστρατιώτης
φιλοσώματος
φιλότεκνος
φιλοτεχνέω
φιλότεχνος
φιλοτήσιος
φιλότης
φιλοτιμέομαι
φιλοτίμημα
φιλοτιμία
φιλότιμος
φιλοτοιοῦτος
φιλοτύραννος
φιλόφθογγος
φιλόφιλος
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
View word page
φιλοτίμημα
φιλοτίμημα φῐλοτίμημα, ατος, τό, from φιλοτιμέομαι an act of ambition or magnificence, Plut. rivalry, Luc.

ShortDef

an act of ambition

Debugging

Headword:
φιλοτίμημα
Headword (normalized):
φιλοτίμημα
Headword (normalized/stripped):
φιλοτιμημα
IDX:
34940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34980
Key:
filoti/mhma

Data

{'content': 'φιλοτίμημα\n φῐλοτίμημα, ατος, τό,\n from φιλοτιμέομαι\n an act of ambition or magnificence, Plut.\n rivalry, Luc.', 'key': 'filoti/mhma'}