Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόσπονδος
φίλος
φιλοστέφανος
φιλόστονος
φιλοστοργία
φιλόστοργος
φιλοστρατιώτης
φιλοσώματος
φιλότεκνος
φιλοτεχνέω
φιλότεχνος
φιλοτήσιος
φιλότης
φιλοτιμέομαι
φιλοτίμημα
φιλοτιμία
φιλότιμος
φιλοτοιοῦτος
φιλοτύραννος
φιλόφθογγος
φιλόφιλος
View word page
φιλότεχνος
φιλότεχνος φῐλό-τεχνος, ον, τέχνη fond of art, artistic, Plat.: τὸ φιλότεχνον ingenuity, Plut.

ShortDef

fond of art, artistic

Debugging

Headword:
φιλότεχνος
Headword (normalized):
φιλότεχνος
Headword (normalized/stripped):
φιλοτεχνος
IDX:
34936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34976
Key:
filo/texnos

Data

{'content': 'φιλότεχνος\n φῐλό-τεχνος, ον,\n τέχνη\n fond of art, artistic, Plat.: τὸ φιλότεχνον ingenuity, Plut.', 'key': 'filo/texnos'}