Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω
ἀνώγαιον
ἄνωγα
ἀνώδυνος
ἄνωθεν
ἀνωθέω
View word page
ἀνυτικός
ἀνυτικός to be accomplished, practicable, Xen.
ShortDef
to be accomplished, practicable
Debugging
Headword:
ἀνυτικός
Headword (normalized):
ἀνυτικός
Headword (normalized/stripped):
ανυτικος
IDX:
3496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3497
Key:
a)nutiko/s
Data
{'content': 'ἀνυτικός\n to be accomplished, practicable, Xen.', 'key': 'a)nutiko/s'}