Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλορμίστειρα
φιλορνιθία
φίλορνις
φιλορρώθων
φιλορρώξ
φιλόρτυξ
φιλόσιτος
φιλόσκηπτρος
φιλοσκήπων
φιλοσκόπελος
φιλοσκώμμων
φιλοσοφέω
φιλοσοφητέος
φιλοσοφία
φιλόσοφος
φιλοσπῆλυγξ
φιλόσπονδος
φίλος
φιλοστέφανος
φιλόστονος
φιλοστοργία
View word page
φιλοσκώμμων
φιλοσκώμμων φῐλο-σκώμμων, ον, fond of scoffing or jesting, Hdt.
ShortDef
fond of scoffing
Debugging
Headword:
φιλοσκώμμων
Headword (normalized):
φιλοσκώμμων
Headword (normalized/stripped):
φιλοσκωμμων
IDX:
34920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34960
Key:
filoskw/mmwn
Data
{'content': 'φιλοσκώμμων\n φῐλο-σκώμμων, ον,\n fond of scoffing or jesting, Hdt.', 'key': 'filoskw/mmwn'}