Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω
ἀνώγαιον
ἄνωγα
ἀνώδυνος
View word page
ἄνυσις
ἄνυσις ἀνύω accomplishment, Hom.

ShortDef

accomplishment

Debugging

Headword:
ἄνυσις
Headword (normalized):
ἄνυσις
Headword (normalized/stripped):
ανυσις
IDX:
3494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3495
Key:
a)/nusis

Data

{'content': 'ἄνυσις\n ἀνύω\n accomplishment, Hom.', 'key': 'a)/nusis'}