Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
φιλόπονος
φιλοποσία
φιλοπότης
φιλοπραγμοσύνη
φιλοπράγμων
φιλοπροσηγορία
φιλοπροσήγορος
φιλοπρωτεύω
φιλόπρωτος
φιλόπυρος
φιλοπωριστής
φιλόργιος
φιλόρθιος
φιλορμίστειρα
φιλορνιθία
φίλορνις
φιλορρώθων
φιλορρώξ
View word page
φιλοπρωτεύω
φιλοπρωτεύω φῐλο-πρωτεύω, to strive to be first, NTest.

ShortDef

to strive to be first

Debugging

Headword:
φιλοπρωτεύω
Headword (normalized):
φιλοπρωτεύω
Headword (normalized/stripped):
φιλοπρωτευω
IDX:
34904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34944
Key:
filoprwteu/w

Data

{'content': 'φιλοπρωτεύω\n φῐλο-πρωτεύω,\n to strive to be first, NTest.', 'key': 'filoprwteu/w'}