Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω
ἀνώγαιον
ἄνωγα
View word page
ἀνύσιμος
ἀνύσιμος ἀνύω efficacious, effectual, εἴς τι Xen.: adv. -μως, Sup. -ώτατα, Plat.
ShortDef
efficacious, effectual
Debugging
Headword:
ἀνύσιμος
Headword (normalized):
ἀνύσιμος
Headword (normalized/stripped):
ανυσιμος
IDX:
3493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3494
Key:
a)nu/simos
Data
{'content': 'ἀνύσιμος\n ἀνύω\n efficacious, effectual, εἴς τι Xen.: adv. -μως, Sup. -ώτατα, Plat.', 'key': 'a)nu/simos'}