Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλοποιέω
φιλοποιητής
φιλοποίμνιος
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολίτης
φιλοπονέω
φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
φιλόπονος
φιλοποσία
φιλοπότης
φιλοπραγμοσύνη
φιλοπράγμων
φιλοπροσηγορία
φιλοπροσήγορος
φιλοπρωτεύω
φιλόπρωτος
φιλόπυρος
View word page
φιλοπονία
φιλοπονία φῐλοπονία, ἡ, love of labour, laboriousness, industry, Plat.; φ. τινός laborious practice of a thing, Dem.
ShortDef
love of labour, laboriousness, industry
Debugging
Headword:
φιλοπονία
Headword (normalized):
φιλοπονία
Headword (normalized/stripped):
φιλοπονια
IDX:
34896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34936
Key:
filoponi/a
Data
{'content': 'φιλοπονία\n φῐλοπονία, ἡ,\n love of labour, laboriousness, industry, Plat.; φ. τινός laborious practice of a thing, Dem.', 'key': 'filoponi/a'}