φιλοποίμνιος
φιλοποίμνιος
φῐλο-ποίμνιος, ον,
ποίμνη
loving the flock, Theocr. 5.106[LSJ supp.]
{ "content": "φιλοποίμνιος\n φῐλο-ποίμνιος, ον,\n ποίμνη\n loving the flock, Theocr. 5.106[LSJ supp.]", "key": "filopoi/mnios" }