Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλοπατρία
φιλόπατρις
φιλοπάτωρ
φιλοπευστέω
φιλοπεύστης
φιλόπλεκτος
φίλοπλος
φιλόπλοος
φιλοπλουτία
φιλόπλουτος
φιλοποιέω
φιλοποιητής
φιλοποίμνιος
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολίτης
φιλοπονέω
φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
View word page
φιλοποιέω
φιλοποιέω φιλοποιός Mid. to make oneʼs friend, attach to oneself, τινα Polyb.
ShortDef
make a friend of
Debugging
Headword:
φιλοποιέω
Headword (normalized):
φιλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοποιεω
IDX:
34886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34926
Key:
filopoie/omai
Data
{'content': 'φιλοποιέω\n φιλοποιός\n Mid. to make oneʼs friend, attach to oneself, τινα Polyb.', 'key': 'filopoie/omai'}