Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλοξενία
φιλόξενος
φιλοπαίγμων
φιλοπαίσμων
φιλόπαις
φιλοπαράβολος
φιλοπατρία
φιλόπατρις
φιλοπάτωρ
φιλοπευστέω
φιλοπεύστης
φιλόπλεκτος
φίλοπλος
φιλόπλοος
φιλοπλουτία
φιλόπλουτος
φιλοποιέω
φιλοποιητής
φιλοποίμνιος
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
View word page
φιλοπεύστης
φιλοπεύστης φῐλο-πεύστης, ου, ὁ, fond of enquiring, curious.
ShortDef
fond of enquiring, curious
Debugging
Headword:
φιλοπεύστης
Headword (normalized):
φιλοπεύστης
Headword (normalized/stripped):
φιλοπευστης
IDX:
34880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34920
Key:
filopeu/sths
Data
{'content': 'φιλοπεύστης\n φῐλο-πεύστης, ου, ὁ,\n fond of enquiring, curious.', 'key': 'filopeu/sths'}