Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω
View word page
ἀνυπότακτος
ἀνυπότακτος ὑποτάσσω not made subject, τινι NTest. unruly, refractory, of persons, NTest.

ShortDef

not made subject

Debugging

Headword:
ἀνυπότακτος
Headword (normalized):
ἀνυπότακτος
Headword (normalized/stripped):
ανυποτακτος
IDX:
3491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3492
Key:
a)nupo/taktos

Data

{'content': 'ἀνυπότακτος\n ὑποτάσσω\n not made subject, τινι NTest.\n unruly, refractory, of persons, NTest.', 'key': 'a)nupo/taktos'}