Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
View word page
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστατος ὑφίστημι not to be withstood, irresistible, Xen., etc.
ShortDef
not to be withstood, irresistible
Debugging
Headword:
ἀνυπόστατος
Headword (normalized):
ἀνυπόστατος
Headword (normalized/stripped):
ανυποστατος
IDX:
3490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3491
Key:
a)nupo/statos
Data
{'content': 'ἀνυπόστατος\n ὑφίστημι\n not to be withstood, irresistible, Xen., etc.', 'key': 'a)nupo/statos'}