Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλομήτωρ
φιλομμειδής
φιλόμολπος
φιλομουσία
φιλόμουσος
φιλομυθέω
φιλομυθία
φιλόμυθος
φιλοναύτης
φιλονικέω
φιλονικητέος
φιλονικία
φιλόνικος
φιλονύμφιος
φιλοξενία
φιλόξενος
φιλοπαίγμων
φιλοπαίσμων
φιλόπαις
φιλοπαράβολος
φιλοπατρία
View word page
φιλονικητέος
φιλονικητέος φιλονεικητέος, ον, verb. adj. of φιλονεικέω, Isocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φιλονικητέος
Headword (normalized):
φιλονικητέος
Headword (normalized/stripped):
φιλονικητεος
IDX:
34866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34906
Key:
filoneikhte/os
Data
{'content': 'φιλονικητέος\n φιλονεικητέος, ον,\n verb. adj. of φιλονεικέω, Isocr.', 'key': 'filoneikhte/os'}