Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλολήϊος
φιλολογέω
φιλολογία
φιλόλογος
φιλολοίδορος
φιλομάθεια
φιλομαθέω
φιλομαθής
φιλόμαντις
φιλόμαστος
φιλομαχέω
φιλόμαχος
φιλόμβριος
φιλομήλα
φιλόμηρος
φιλομήτωρ
φιλομμειδής
φιλόμολπος
φιλομουσία
φιλόμουσος
φιλομυθέω
View word page
φιλομαχέω
φιλομαχέω φῐλομᾰχέω, fut. -ήσω to be eager to fight, Plut. from φῐλόμᾰχος
ShortDef
to be eager to fight
Debugging
Headword:
φιλομαχέω
Headword (normalized):
φιλομαχέω
Headword (normalized/stripped):
φιλομαχεω
IDX:
34851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34891
Key:
filomaxe/w
Data
{'content': 'φιλομαχέω\n φῐλομᾰχέω,\n fut. -ήσω\n to be eager to fight, Plut.\n from φῐλόμᾰχος', 'key': 'filomaxe/w'}