Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
ἀνυψόω
View word page
ἀνυπονόητος
ἀνυπονόητος ὑπονοέω unsuspected, Dem.

ShortDef

unsuspected

Debugging

Headword:
ἀνυπονόητος
Headword (normalized):
ἀνυπονόητος
Headword (normalized/stripped):
ανυπονοητος
IDX:
3488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3489
Key:
a)nupono/htos

Data

{'content': 'ἀνυπονόητος\n ὑπονοέω\n unsuspected, Dem.', 'key': 'a)nupono/htos'}