Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλοκυνηγέτης
φιλοκύνηγος
φιλοκύων
φιλολάκων
φιλολήϊος
φιλολογέω
φιλολογία
φιλόλογος
φιλολοίδορος
φιλομάθεια
φιλομαθέω
φιλομαθής
φιλόμαντις
φιλόμαστος
φιλομαχέω
φιλόμαχος
φιλόμβριος
φιλομήλα
φιλόμηρος
φιλομήτωρ
φιλομμειδής
View word page
φιλομαθέω
φιλομαθέω φῐλομᾰθέω, fut. -ήσω to be fond of learning, Plat. from φῐλομᾰθής

ShortDef

to be fond of learning

Debugging

Headword:
φιλομαθέω
Headword (normalized):
φιλομαθέω
Headword (normalized/stripped):
φιλομαθεω
IDX:
34847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34887
Key:
filomaqe/w

Data

{'content': 'φιλομαθέω\n φῐλομᾰθέω,\n fut. -ήσω\n to be fond of learning, Plat.\n from φῐλομᾰθής', 'key': 'filomaqe/w'}