Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόκυβος
φιλοκυδής
φιλοκυνηγέτης
φιλοκύνηγος
φιλοκύων
φιλολάκων
φιλολήϊος
φιλολογέω
φιλολογία
φιλόλογος
φιλολοίδορος
φιλομάθεια
φιλομαθέω
φιλομαθής
φιλόμαντις
φιλόμαστος
φιλομαχέω
φιλόμαχος
φιλόμβριος
φιλομήλα
φιλόμηρος
View word page
φιλολοίδορος
φιλολοίδορος φῐλο-λοίδορος, ον, fond of reviling, abusive, Dem.

ShortDef

fond of reviling, abusive

Debugging

Headword:
φιλολοίδορος
Headword (normalized):
φιλολοίδορος
Headword (normalized/stripped):
φιλολοιδορος
IDX:
34845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34885
Key:
filoloi/doros

Data

{'content': 'φιλολοίδορος\n φῐλο-λοίδορος, ον,\n fond of reviling, abusive, Dem.', 'key': 'filoloi/doros'}