Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἀνυφαίνω
View word page
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόκριτος ὑποκρίνομαι without dissimulation, NTest.

ShortDef

without dissimulation

Debugging

Headword:
ἀνυπόκριτος
Headword (normalized):
ἀνυπόκριτος
Headword (normalized/stripped):
ανυποκριτος
IDX:
3487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3488
Key:
a)nupo/kritos

Data

{'content': 'ἀνυπόκριτος\n ὑποκρίνομαι\n without dissimulation, NTest.', 'key': 'a)nupo/kritos'}