Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόκαλος
φιλοκαμπής
φιλοκαρποφόρος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδεμών
φιλοκίνδυνος
φιλοκισσοφόρος
φιλόκνισος
φιλόκοινος
φιλοκόλαξ
φιλοκοσμία
φιλόκοσμος
φιλόκρημνος
φιλοκρόταλος
φιλόκροτος
φιλοκτέανος
φιλόκυβος
φιλοκυδής
View word page
φιλόκνισος
φιλόκνισος φῐλό-κνῐσος, ον, κνίζω fond of pinching, prurient, Anth.

ShortDef

fond of pinching, prurient
delighting in the savour of banquets

Debugging

Headword:
φιλόκνισος
Headword (normalized):
φιλόκνισος
Headword (normalized/stripped):
φιλοκνισος
IDX:
34826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34866
Key:
filo/knisos1

Data

{'content': 'φιλόκνισος\n φῐλό-κνῐσος, ον,\n κνίζω\n fond of pinching, prurient, Anth.', 'key': 'filo/knisos1'}