Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκαμπής
φιλοκαρποφόρος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδεμών
φιλοκίνδυνος
φιλοκισσοφόρος
φιλόκνισος
φιλόκοινος
φιλοκόλαξ
φιλοκοσμία
φιλόκοσμος
φιλόκρημνος
φιλοκρόταλος
φιλόκροτος
φιλοκτέανος
φιλόκυβος
View word page
φιλοκισσοφόρος
φιλοκισσοφόρος φῐλο-κισσοφόρος, ον, fond of wearing ivy, Eur.
ShortDef
fond of wearing ivy
Debugging
Headword:
φιλοκισσοφόρος
Headword (normalized):
φιλοκισσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
φιλοκισσοφορος
IDX:
34825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34865
Key:
filokissofo/ros
Data
{'content': 'φιλοκισσοφόρος\n φῐλο-κισσοφόρος, ον,\n fond of wearing ivy, Eur.', 'key': 'filokissofo/ros'}