Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόκαινος
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκαμπής
φιλοκαρποφόρος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδεμών
φιλοκίνδυνος
φιλοκισσοφόρος
φιλόκνισος
φιλόκοινος
φιλοκόλαξ
φιλοκοσμία
φιλόκοσμος
φιλόκρημνος
φιλοκρόταλος
φιλόκροτος
φιλοκτέανος
View word page
φιλοκίνδυνος
φιλοκίνδυνος φῐλο-κίνδῡνος, ον, fond of danger, adventurous, Xen., Dem.; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Xen.:—adv. -νως, eagerly, Xen. in bad sense, fool-hardy, Dem.

ShortDef

fond of danger, adventurous

Debugging

Headword:
φιλοκίνδυνος
Headword (normalized):
φιλοκίνδυνος
Headword (normalized/stripped):
φιλοκινδυνος
IDX:
34824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34864
Key:
filoki/ndunos

Data

{'content': 'φιλοκίνδυνος\n φῐλο-κίνδῡνος, ον,\n fond of danger, adventurous, Xen., Dem.; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Xen.:—adv. -νως, eagerly, Xen.\n in bad sense, fool-hardy, Dem.', 'key': 'filoki/ndunos'}