Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλοίκτιστος
φίλοικτος
φιλοινία
φίλοινος
φιλόκαινος
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκαμπής
φιλοκαρποφόρος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδεμών
φιλοκίνδυνος
φιλοκισσοφόρος
φιλόκνισος
φιλόκοινος
φιλοκόλαξ
φιλοκοσμία
φιλόκοσμος
View word page
φιλοκερδέω
φιλοκερδέω φῐλοκερδέω, to be greedy of gain, Xen. from φῐλοκερδής
ShortDef
to be greedy of gain
Debugging
Headword:
φιλοκερδέω
Headword (normalized):
φιλοκερδέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοκερδεω
IDX:
34820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34860
Key:
filokerde/w
Data
{'content': 'φιλοκερδέω\n φῐλοκερδέω,\n to be greedy of gain, Xen.\n from φῐλοκερδής', 'key': 'filokerde/w'}