Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστός
View word page
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδητος ὑποδέω unshod, barefoot, Plat.

ShortDef

unshod, barefoot

Debugging

Headword:
ἀνυπόδητος
Headword (normalized):
ἀνυπόδητος
Headword (normalized/stripped):
ανυποδητος
IDX:
3485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3486
Key:
a)nupo/dhtos

Data

{'content': 'ἀνυπόδητος\n ὑποδέω\n unshod, barefoot, Plat.', 'key': 'a)nupo/dhtos'}