φιλοκαρποφόρος
φιλοκαρποφόρος
φῐλο-καρποφόρος, ον,
bearing fruit abundantly, Anth.
{
"content": "φιλοκαρποφόρος\n φῐλο-καρποφόρος, ον,\n bearing fruit abundantly, Anth.",
"key": "filokarpofo/ros"
}