Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλοθύτης
φιλοιερεύς
φιλοίκειος
φιλοικοδόμος
φιλοικτίρμων
φιλοίκτιστος
φίλοικτος
φιλοινία
φίλοινος
φιλόκαινος
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκαμπής
φιλοκαρποφόρος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδεμών
φιλοκίνδυνος
φιλοκισσοφόρος
View word page
φιλοκαλέω
φιλοκαλέω φῐλοκᾰλέω, fut. -ήσω to cultivate a taste for the beautiful, Thuc. to be eager, c. inf., Plut. from φῐλόκᾰλος
ShortDef
to cultivate a taste for the beautiful
Debugging
Headword:
φιλοκαλέω
Headword (normalized):
φιλοκαλέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοκαλεω
IDX:
34815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34855
Key:
filokale/w
Data
{'content': 'φιλοκαλέω\n φῐλοκᾰλέω,\n fut. -ήσω\n to cultivate a taste for the beautiful, Thuc.\n to be eager, c. inf., Plut.\n from φῐλόκᾰλος', 'key': 'filokale/w'}