Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόθεος
φιλοθέωρος
φιλοθηρία
φιλόθηρος
φιλοθουκυδίδης
φιλόθυτος
φιλοθύτης
φιλοιερεύς
φιλοίκειος
φιλοικοδόμος
φιλοικτίρμων
φιλοίκτιστος
φίλοικτος
φιλοινία
φίλοινος
φιλόκαινος
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκαμπής
φιλοκαρποφόρος
φιλοκέρδεια
View word page
φιλοικτίρμων
φιλοικτίρμων φῐλ-οικτίρμων, ον, prone to pity, Eur., Plat.

ShortDef

prone to pity

Debugging

Headword:
φιλοικτίρμων
Headword (normalized):
φιλοικτίρμων
Headword (normalized/stripped):
φιλοικτιρμων
IDX:
34809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34849
Key:
filoikti/rmwn

Data

{'content': 'φιλοικτίρμων\n φῐλ-οικτίρμων, ον,\n prone to pity, Eur., Plat.', 'key': 'filoikti/rmwn'}