Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλόδοξος
φιλόδουπος
φιλοδωρία
φιλόδωρος
φιλοεργός
φιλοζέφυρος
φιλόζωος
φιλόζῳος
φιλοθεάμων
φιλόθεος
φιλοθέωρος
φιλοθηρία
φιλόθηρος
φιλοθουκυδίδης
φιλόθυτος
φιλοθύτης
φιλοιερεύς
φιλοίκειος
φιλοικοδόμος
φιλοικτίρμων
φιλοίκτιστος
View word page
φιλοθέωρος
φιλοθέωρος φῐλο-θέωρος, ον, = φιλοθεάμων, Arist.
ShortDef
fond of seeing, fond of shows, plays; fond of contemplation
Debugging
Headword:
φιλοθέωρος
Headword (normalized):
φιλοθέωρος
Headword (normalized/stripped):
φιλοθεωρος
IDX:
34800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34840
Key:
filoqe/wros
Data
{'content': 'φιλοθέωρος\n φῐλο-θέωρος, ον,\n = φιλοθεάμων, Arist.', 'key': 'filoqe/wros'}