Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλοδίκαιος
φιλοδικέω
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
φιλόδουπος
φιλοδωρία
φιλόδωρος
φιλοεργός
φιλοζέφυρος
φιλόζωος
φιλόζῳος
φιλοθεάμων
φιλόθεος
φιλοθέωρος
φιλοθηρία
φιλόθηρος
φιλοθουκυδίδης
φιλόθυτος
View word page
φιλοεργός
φιλοεργός φῐλο-εργός, όν ἔργον fond of work, industrious, Anth.

ShortDef

fond of work, industrious

Debugging

Headword:
φιλοεργός
Headword (normalized):
φιλοεργός
Headword (normalized/stripped):
φιλοεργος
IDX:
34794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34834
Key:
filoergo/s

Data

{'content': 'φιλοεργός\n φῐλο-εργός, όν\n ἔργον\n fond of work, industrious, Anth.', 'key': 'filoergo/s'}