φιλόδοξος
φιλόδοξος
φῐλό-δοξος, ον,
δόξα
loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, φιλοδοξία, Luc.
{ "content": "φιλόδοξος\n φῐλό-δοξος, ον,\n δόξα\n loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, φιλοδοξία, Luc.", "key": "filo/docos" }