Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλογύνης
φιλόδενδρος
φιλοδέσποτος
φιλόδημος
φιλοδίκαιος
φιλοδικέω
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
φιλόδουπος
φιλοδωρία
φιλόδωρος
φιλοεργός
φιλοζέφυρος
φιλόζωος
φιλόζῳος
φιλοθεάμων
φιλόθεος
φιλοθέωρος
View word page
φιλόδοξος
φιλόδοξος φῐλό-δοξος, ον, δόξα loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, φιλοδοξία, Luc.
ShortDef
loving honour
Debugging
Headword:
φιλόδοξος
Headword (normalized):
φιλόδοξος
Headword (normalized/stripped):
φιλοδοξος
IDX:
34790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34830
Key:
filo/docos
Data
{'content': 'φιλόδοξος\n φῐλό-δοξος, ον,\n δόξα\n loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, φιλοδοξία, Luc.', 'key': 'filo/docos'}