Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλογράμματος
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστία
φιλογυμναστικός
φιλογύνης
φιλόδενδρος
φιλοδέσποτος
φιλόδημος
φιλοδίκαιος
φιλοδικέω
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
φιλόδουπος
φιλοδωρία
φιλόδωρος
φιλοεργός
φιλοζέφυρος
View word page
φιλοδικέω
φιλοδικέω φῐλοδῐκέω, fut. -ήσω to be fond of litigation, Thuc.
ShortDef
to be fond of litigation
Debugging
Headword:
φιλοδικέω
Headword (normalized):
φιλοδικέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοδικεω
IDX:
34785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34825
Key:
filodike/w
Data
{'content': 'φιλοδικέω\n φῐλοδῐκέω,\n fut. -ήσω\n to be fond of litigation, Thuc.', 'key': 'filodike/w'}