Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλογεωργία
φιλογέωργος
φιλογηθής
φιλογραμματέω
φιλογράμματος
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστία
φιλογυμναστικός
φιλογύνης
φιλόδενδρος
φιλοδέσποτος
φιλόδημος
φιλοδίκαιος
φιλοδικέω
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
φιλόδουπος
View word page
φιλόδενδρος
φιλόδενδρος φῐλό-δενδρος, ον, fond of trees or the wood, Anth.
ShortDef
fond of trees
Debugging
Headword:
φιλόδενδρος
Headword (normalized):
φιλόδενδρος
Headword (normalized/stripped):
φιλοδενδρος
IDX:
34781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34821
Key:
filo/dendros
Data
{'content': 'φιλόδενδρος\n φῐλό-δενδρος, ον,\n fond of trees or the wood, Anth.', 'key': 'filo/dendros'}