Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόγελως
φιλογεωργία
φιλογέωργος
φιλογηθής
φιλογραμματέω
φιλογράμματος
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστία
φιλογυμναστικός
φιλογύνης
φιλόδενδρος
φιλοδέσποτος
φιλόδημος
φιλοδίκαιος
φιλοδικέω
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
View word page
φιλογύνης
φιλογύνης φῐλογύνης (ῠ), ου, ὁ, fond of women, pl. φιλογύναικες Plat.

ShortDef

fond of women

Debugging

Headword:
φιλογύνης
Headword (normalized):
φιλογύνης
Headword (normalized/stripped):
φιλογυνης
IDX:
34780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34820
Key:
filogu/nhs

Data

{'content': 'φιλογύνης\n φῐλογύνης (ῠ), ου, ὁ,\n fond of women, pl. φιλογύναικες Plat.', 'key': 'filogu/nhs'}