φιλογραμματέω
φιλογραμματέω
φῐλογραμμᾰτέω,
to love books, Plut.
from φῐλογράμμᾰτος
{
"content": "φιλογραμματέω\n φῐλογραμμᾰτέω,\n to love books, Plut.\n from φῐλογράμμᾰτος",
"key": "filogrammate/w"
}