Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόβακχος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλογαθής
φιλόγαιος
φιλόγαμος
φιλογαστορίδης
φιλογέλοιος
φιλόγελως
φιλογεωργία
φιλογέωργος
φιλογηθής
φιλογραμματέω
φιλογράμματος
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστία
φιλογυμναστικός
φιλογύνης
φιλόδενδρος
φιλοδέσποτος
View word page
φιλογέωργος
φιλογέωργος φῐλο-γέωργος, ον, fond of a country life, Xen.

ShortDef

fond of a country life

Debugging

Headword:
φιλογέωργος
Headword (normalized):
φιλογέωργος
Headword (normalized/stripped):
φιλογεωργος
IDX:
34772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34812
Key:
filoge/wrgos

Data

{'content': 'φιλογέωργος\n φῐλο-γέωργος, ον,\n fond of a country life, Xen.', 'key': 'filoge/wrgos'}