Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλίτιον
φιλόβακχος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλογαθής
φιλόγαιος
φιλόγαμος
φιλογαστορίδης
φιλογέλοιος
φιλόγελως
φιλογεωργία
φιλογέωργος
φιλογηθής
φιλογραμματέω
φιλογράμματος
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστία
φιλογυμναστικός
φιλογύνης
φιλόδενδρος
View word page
φιλογεωργία
φιλογεωργία φῐλογεωργία, ἡ, fondness for a country life, Xen. from φῐλογέωργος
ShortDef
fondness for a country life
Debugging
Headword:
φιλογεωργία
Headword (normalized):
φιλογεωργία
Headword (normalized/stripped):
φιλογεωργια
IDX:
34771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34811
Key:
filogewrgi/a
Data
{'content': 'φιλογεωργία\n φῐλογεωργία, ἡ,\n fondness for a country life, Xen.\n from φῐλογέωργος', 'key': 'filogewrgi/a'}