Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
View word page
ἄνυμφος
ἄνυμφος νύμφη not bridal, unwedded, Soph.; νύμφη ἄνυμφος a bride that is no bride, unhappy bride, Eur. without bride or mistress, μέλαθρα Eur.

ShortDef

not bridal, unwedded

Debugging

Headword:
ἄνυμφος
Headword (normalized):
ἄνυμφος
Headword (normalized/stripped):
ανυμφος
IDX:
3480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3481
Key:
a)/numfos

Data

{'content': 'ἄνυμφος\n νύμφη\n not bridal, unwedded, Soph.; νύμφη ἄνυμφος a bride that is no bride, unhappy bride, Eur.\n without bride or mistress, μέλαθρα Eur.', 'key': 'a)/numfos'}