Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φίλιππος
φιλίτια
φιλίτιον
φιλόβακχος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλογαθής
φιλόγαιος
φιλόγαμος
φιλογαστορίδης
φιλογέλοιος
φιλόγελως
φιλογεωργία
φιλογέωργος
φιλογηθής
φιλογραμματέω
φιλογράμματος
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστία
φιλογυμναστικός
View word page
φιλογέλοιος
φιλογέλοιος φῐλο-γέλοιος, ον, fond of the ludicrous, Arist.

ShortDef

fond of the ludicrous

Debugging

Headword:
φιλογέλοιος
Headword (normalized):
φιλογέλοιος
Headword (normalized/stripped):
φιλογελοιος
IDX:
34769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34809
Key:
filoge/loios

Data

{'content': 'φιλογέλοιος\n φῐλο-γέλοιος, ον,\n fond of the ludicrous, Arist.', 'key': 'filoge/loios'}