Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
View word page
ἀνύμφευτος
ἀνύμφευτος νυμφεύω unwedded, Soph.; ἀν. γονή birth from an ill-starred marriage, Soph.
ShortDef
unwedded
Debugging
Headword:
ἀνύμφευτος
Headword (normalized):
ἀνύμφευτος
Headword (normalized/stripped):
ανυμφευτος
IDX:
3479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3480
Key:
a)nu/mfeutos
Data
{'content': 'ἀνύμφευτος\n νυμφεύω\n unwedded, Soph.; ἀν. γονή birth from an ill-starred marriage, Soph.', 'key': 'a)nu/mfeutos'}