Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλητέος
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
φιλία
φιλικός
Φίλιννα
φίλιος
φιλιππίζω
Φιλιππικός
φίλιππος
φιλίτια
φιλίτιον
φιλόβακχος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλογαθής
φιλόγαιος
φιλόγαμος
φιλογαστορίδης
φιλογέλοιος
View word page
φίλιππος
φίλιππος φίλ-ιππος, ον, fond of horses, horse-loving, Pind., Eur., etc.:—Sup. φιλιππότατος, Xen.

ShortDef

fond of horses, horse-loving
Philip, Philippus; (pl.) the city, Philippi

Debugging

Headword:
φίλιππος
Headword (normalized):
φίλιππος
Headword (normalized/stripped):
φιλιππος
IDX:
34759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34799
Key:
fi/lippos

Data

{'content': 'φίλιππος\n φίλ-ιππος, ον,\n fond of horses, horse-loving, Pind., Eur., etc.:—Sup. φιλιππότατος, Xen.', 'key': 'fi/lippos'}