Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλήνιος
φιλήρετμος
φιλησίμολπος
φίλησις
φιλητέος
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
φιλία
φιλικός
Φίλιννα
φίλιος
φιλιππίζω
Φιλιππικός
φίλιππος
φιλίτια
φιλίτιον
φιλόβακχος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλογαθής
View word page
Φίλιννα
Φίλιννα Φίλιννα, ἡ, φίλος prop. n. used as a term of affection, Darling, Ar.
ShortDef
pr. n., Darling
Debugging
Headword:
Φίλιννα
Headword (normalized):
φίλιννα
Headword (normalized/stripped):
φιλιννα
IDX:
34755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34795
Key:
fi/linna
Data
{'content': 'Φίλιννα\n Φίλιννα, ἡ,\n φίλος\n prop. n. used as a term of affection, Darling, Ar.', 'key': 'fi/linna'}