Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιληλιάς
φιληλιαστής
φίλημα
φιλημοσύνη
φιλήνεμος
φιλήνιος
φιλήρετμος
φιλησίμολπος
φίλησις
φιλητέος
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
φιλία
φιλικός
Φίλιννα
φίλιος
φιλιππίζω
Φιλιππικός
φίλιππος
φιλίτια
View word page
φιλητικός
φιλητικός φῐλητικός, ή, όν φιλέω disposed to love, τινος Arist.: absol. loving, affectionate, Arist.
ShortDef
disposed to love
Debugging
Headword:
φιλητικός
Headword (normalized):
φιλητικός
Headword (normalized/stripped):
φιλητικος
IDX:
34750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34790
Key:
filhtiko/s
Data
{'content': 'φιλητικός\n φῐλητικός, ή, όν\n φιλέω\n disposed to love, τινος Arist.: absol. loving, affectionate, Arist.', 'key': 'filhtiko/s'}