Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόκριτος
ἀνυπονόητος
View word page
ἀνυμνέω
ἀνυμνέω to praise in song, c. acc., Eur.

ShortDef

to praise in song

Debugging

Headword:
ἀνυμνέω
Headword (normalized):
ἀνυμνέω
Headword (normalized/stripped):
ανυμνεω
IDX:
3478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3479
Key:
a)numne/w

Data

{'content': 'ἀνυμνέω\n to praise in song, c. acc., Eur.', 'key': 'a)numne/w'}