Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλήκοος
φιληλάκατος
φιληλιάς
φιληλιαστής
φίλημα
φιλημοσύνη
φιλήνεμος
φιλήνιος
φιλήρετμος
φιλησίμολπος
φίλησις
φιλητέος
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
φιλία
φιλικός
Φίλιννα
φίλιος
φιλιππίζω
Φιλιππικός
View word page
φίλησις
φίλησις φίλησις, εως, φιλέω a feeling of affection, Arist.
ShortDef
a feeling of affection
Debugging
Headword:
φίλησις
Headword (normalized):
φίλησις
Headword (normalized/stripped):
φιλησις
IDX:
34748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34788
Key:
fi/lhsis
Data
{'content': 'φίλησις\n φίλησις, εως,\n φιλέω\n a feeling of affection, Arist.', 'key': 'fi/lhsis'}