Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιληδής
φιληδία
φιλήδονος
φιληκοέω
φιληκοΐα
φιλήκοος
φιληλάκατος
φιληλιάς
φιληλιαστής
φίλημα
φιλημοσύνη
φιλήνεμος
φιλήνιος
φιλήρετμος
φιλησίμολπος
φίλησις
φιλητέος
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
φιλία
View word page
φιλημοσύνη
φιλημοσύνη φῐλημοσύνη, ἡ, φιλέω friendliness, affection, Theogn.

ShortDef

friendliness, affection

Debugging

Headword:
φιλημοσύνη
Headword (normalized):
φιλημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
φιλημοσυνη
IDX:
34743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34783
Key:
filhmosu/nh

Data

{'content': 'φιλημοσύνη\n φῐλημοσύνη, ἡ,\n φιλέω\n friendliness, affection, Theogn.', 'key': 'filhmosu/nh'}