Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιληδέω
φιληδής
φιληδία
φιλήδονος
φιληκοέω
φιληκοΐα
φιλήκοος
φιληλάκατος
φιληλιάς
φιληλιαστής
φίλημα
φιλημοσύνη
φιλήνεμος
φιλήνιος
φιλήρετμος
φιλησίμολπος
φίλησις
φιλητέος
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
View word page
φίλημα
φίλημα φίλημα, Doric φίλᾱμα, ατος, τό, a kiss, Eur., Xen., etc.

ShortDef

a kiss

Debugging

Headword:
φίλημα
Headword (normalized):
φίλημα
Headword (normalized/stripped):
φιλημα
IDX:
34742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34782
Key:
fi/lhma

Data

{'content': 'φίλημα\n φίλημα, Doric φίλᾱμα, ατος, τό,\n a kiss, Eur., Xen., etc.', 'key': 'fi/lhma'}