Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντοχέομαι
ἀντριάς
ἄντρον
ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
View word page
ἀνύβριστος
ἀνύβριστος ὑβρίζω not insulted, Plut. act. not insolent, decorous, Plut.

ShortDef

not insulted

Debugging

Headword:
ἀνύβριστος
Headword (normalized):
ἀνύβριστος
Headword (normalized/stripped):
ανυβριστος
IDX:
3475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3476
Key:
a)nu/bristos

Data

{'content': 'ἀνύβριστος\n ὑβρίζω\n not insulted, Plut.\n act. not insolent, decorous, Plut.', 'key': 'a)nu/bristos'}