Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλαπεχθημοσύνη
φιλαπεχθήμων
φιλαπλοϊκός
φιλαπόδημος
φιλαργυρία
φιλάργυρος
φιλάρετος
φιλαριστείδης
φιλάρματος
φιλαρχία
φίλαρχος
φιλαστράγαλος
φίλαυλος
φίλαυτος
φιλέγγυος
φιλέθειρος
φιλειδήμων
φιλέκδημος
φιλέλλην
φιλεπιτιμητής
φιλεραστής
View word page
φίλαρχος
φίλαρχος φίλ-αρχος, ον, ἀρχή fond of power, ambitious, Plat.

ShortDef

fond of power, ambitious

Debugging

Headword:
φίλαρχος
Headword (normalized):
φίλαρχος
Headword (normalized/stripped):
φιλαρχος
IDX:
34710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34750
Key:
fi/larxos

Data

{'content': 'φίλαρχος\n φίλ-αρχος, ον,\n ἀρχή\n fond of power, ambitious, Plat.', 'key': 'fi/larxos'}