Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντοφθαλμέω
ἀντοχέομαι
ἀντριάς
ἄντρον
ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
View word page
ἀντωφελέω
ἀντωφελέω to assist or benefit in turn, τινά Xen.:—Pass. to derive profit in turn, Xen.

ShortDef

to assist

Debugging

Headword:
ἀντωφελέω
Headword (normalized):
ἀντωφελέω
Headword (normalized/stripped):
αντωφελεω
IDX:
3474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3475
Key:
a)ntwfele/w

Data

{'content': 'ἀντωφελέω\n to assist or benefit in turn, τινά Xen.:—Pass. to derive profit in turn, Xen.', 'key': 'a)ntwfele/w'}