Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλανθρακεύς
φιλανθρώπευμα
φιλανθρωπεύομαι
φιλανθρωπέω
φιλανθρωπία
φιλάνθρωπος
φιλάνωρ
φιλάοιδος
φιλαπεχθημοσύνη
φιλαπεχθήμων
φιλαπλοϊκός
φιλαπόδημος
φιλαργυρία
φιλάργυρος
φιλάρετος
φιλαριστείδης
φιλάρματος
φιλαρχία
φίλαρχος
φιλαστράγαλος
φίλαυλος
View word page
φιλαπλοϊκός
φιλαπλοϊκός φῐλ-απλοϊκός, ή, όν ἁπλοῦς fond of simplicity, Luc.
ShortDef
fond of simplicity
Debugging
Headword:
φιλαπλοϊκός
Headword (normalized):
φιλαπλοϊκός
Headword (normalized/stripped):
φιλαπλοικος
IDX:
34702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34742
Key:
filaploiko/s
Data
{'content': 'φιλαπλοϊκός\n φῐλ-απλοϊκός, ή, όν\n ἁπλοῦς\n fond of simplicity, Luc.', 'key': 'filaploiko/s'}